Ω: Άλλο από τι;
Α: Από τον ουρανό.
Ω: Ήλιο
Α: Είναι πεντέμιση το απόγευμα και ο ήλιος λάμπει. Τι άλλο θέλεις;
Ω: Να βγάζουν καπνούς τα τσιμέντα από τη ζέστη στη Σόλωνος. Και ν’ακούω στις ειδήσεις για θερμοπληξίες.
Α: Υπομονή. Ο καιρός περνάει.
Ω: Αυτό λέω κι εγώ. Ο καιρός περνάει.
Α: Θα έρθει η Καθαρά Δευτέρα, θα περάσει κι η Σαρακοστή
Ω: Μα αυτό λέω κι εγώ. Πως θα ‘ρθούνε.
Α: Είσαι αρκετά ευτυχισμένος ή αρκούντως μη δυστυχισμένος για να μην θέλεις να σταματήσεις τον χρόνο.
Ω: Εσύ θέλεις;
Α: Τι;
Ω: Να σταματήσει ο χρόνος. Να κάτσεις να σκεφτείς ή να λιώσεις στον καναπέ σου μέχρι να σιχαθείς κάθε είδους αδράνεια. Να ξεκουραστείς όλη την ξεκούραση της ζωής σου μονοκοπανιά.
Α: Εγώ δεν φτιάχτηκα για να κάνω τέτοιες σκέψεις. Ούτε να θέλω τέτοιου είδους ανατροπές.
Ω: Μα είσαι κι εσύ Άνθρωπος. Δεν μπορεί. Κάποτε σου φάνηκε κι εσένα ο κόσμος παράλογος.
Α: Πώς να μου φανεί παράλογος αφού δεν ξέρω άλλο κόσμο;
Ω: Παράλογος σε σχέση με κάτι ιδεατό.
Α: Και πώς να δομήσω κάτι ιδεατό έξω απ’ τον κόσμο , τον μόνο κόσμο που ξέρω. Εσύ; Έχεις ταξιδέψει και σ’αλλους κόσμους και μιλάς έτσι;
Ω: Ναι.
Α: Και πως είναι οι άνθρωποι εκεί έξω;
Ω: Κατ’αρχάς δεν λέγονται άνθρωποι.
Α: Και πώς λέγονται;
Ω: Και να σου πω δεν θα καταλάβεις
Α: Γιατί;
Ω: Γιατί δεν θα μπορέσεις να το αντιστοιχήσεις σε κάτι που ξέρεις.
Α: Τότε πες μου πως είναι η ζωή εκεί.
Ω: Πήγα σε πολλά μέρη
Α: Πες μου για όλα τα μέρη που πήγες.
Ω: Μα οι λέξεις που χρησιμοποιούμε εδώ δεν μπορούν να χωρέσουν άλλους κόσμους.
Α: Προσπάθησε
Ω: Καμιά λέξη από την γλώσσα που μιλάμε δεν μπορεί να δομηθεί από τη γλώσσα των πλασμάτων στους κόσμους που πήγα.
Α: Προσπάθησε να τους περιγράψεις.
Ω: Ποιους;
Α: Τους ανθρώπους στους πλανήτες που πήγες.
Ω: Δεν λέγονται άνθρωποι!
Α: Αυτά τα όντα τέλος πάντων.
Ω: Α… εκεί δεν ξέρουν από ζωή και μη ζωή, από ύπαρξη και μη ύπαρξη. Δεν υπάρχουν όντα και μη όντα γι’αυτούς.
Α: Πες μου για τους τρόπους τους
Ω: Πώς θα σου μιλήσω για τους τρόπους ενός άλλου πλανήτη αν δεν ξέρεις την γλώσσα που μιλάνε;
Α: Τότε πες μου ό,τι μπορείς να πεις. Ό,τι θυμάσαι πως είδες
Το παρακάτω ταξίδι είναι γεμάτο συμβολισμούς τους οποίους εγώ σκέφτηκα και
μου φάνηκαν αρμοστοί για ένα απόγευμα και ίσως σε μια βδομάδα από τώρα να
ψάχνω κι εγώ μαζί σας τι θέλει να πει ο ποιητής. Το κείμενο αρχικά γράφτηκε
με σκοπό να είναι φανερό το όνομα του κάθε πλανήτη. Στην συνέχεια αποφάσισα να τους αφαιρέσω και να τους δώσω στο τέλος του κειμένου .
Γιατί θεώρησα πως θα έχει ενδιαφέρον για τον αναγνώστη να διαβάσει και να καταλάβει με όποιον τρόπο θέλει αυτό το κείμενο που γέννησε η φαντασία μου ,χωρίς να περιοριστεί όμως στα όρια της δικής μου φαντασία.
1. Ο ΠΡΩΤΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ
Ω: Στον πρώτο πλανήτη τα πλάσματα που είδα τρέχαν. Όλο τρέχαν. Προσπάθησα να σταματήσω ένα , μου’ δωσε ένα χαρτι με κάτι παράξενα σύμβολα κι έφυγε τρέχοντας. Περπάτησα μέχρι που είδα κάποιον που είχε κοντοσταθεί. Ήταν σκυμένος, ακουμπούσε τα χέρια του στα γόνατά του και ανάσαινε βαθειά. Τον ρώτησα τι χρώμα έχει ο ουρανός και δεν ήξερε. Α: Και μετά;
Ω: Μετά δίψασα.
Α: Για τι;
Ω: Για νερό. Και σκέφτηκα να χτυπήσω μια πόρτα, και τότε ανακάλυψα ότι δεν υπήρχαν πόρτες. Ούτε πόρτες ούτε παράθυρα. Δεν υπήρχαν αυλές, ούτε απλωμένα ρούχα, ούτε γάτες στους δρόμους ούτε τίποτα.
Α: Χαμόγελο υπήρχε;
Ω: Στο σινεμά
Α: Τι άλλο;
Ω: Τι «τι άλλο»;
Α: Τι άλλο υπήρχε;
Ω: Δεν ξέρω. Έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα.
Α: Γιατί;
Ω: Γιατί είχα αρχίσει να τρέχω.
Α: Γιατί;
Ω: Δεν ξέρω. Απλώς έτρεχα. Τα πόδια μου επιταχύναν από μόνα τους. Κι έφυγα τρέχοντας
2. Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ
Α: Και που πήγες; Ω: Στον δεύτερο πλανήτη
Α: Μίλησες με κανέναν;
Ω: Με πολλούς, με πάρα πολλούς. Ήρθαν πολλά πλάσματα και μου μιλούσαν κι ήθελαν να μάθουν πράγματα για’ μένα.
Α: Κι εσύ; Τι τους είπες;
Ω: Ότι είμαι από τη Γη των Ανθρώπων. Και ότι μου αρέσουν οι παρομοιώσεις, το καλοκαίρι, η δυνατή μουσική και να κάνω κριτική σε ανθρώπους που είναι πιο έξυπνοι από’ μένα
Α: Κι εκείνοι τι λέγαν;
Ω: Τίποτα…Τίποτα που να θυμάμαι δηλαδή. Μετά από λίγο όλοι μου προσέφεραν ένα μικρό πραγματάκι.
Α: Τι πραγματάκι;
Ω: Κάτι σαν χαπάκι. Με κοιτούσαν με νόημα και μου το βάζαν στο στόμα.
Α: Και δεν φοβήθηκες να το πάρεις;
Ω: Στην αρχή φοβήθηκα. Αλλά μετά είδα πως όλοι το παίρναν.
Α: Και τι χαπάκι ήταν αυτό;
Ω: Τίποτα σπουδαίο. Το έπαιρνες και μετά αισθανόσουν ωραία. Και πήρα πολλά χαπάκια και γνώρισα πολλά πλάσματα Ξέρεις, γι’ αυτούς εκεί είναι τιμητικό να παίρνεις πολλά χαπάκια. Ρώτησα έναν που είχε πάρει πολλά αν παίρνοντας έστω κι ένα απ’τα χιλιάδες χαπάκια είχε νιώσει να χορταίνει τον κόσμο
Α: Και τι είπε;
Ω: Τίποτα. Με κοίταξε στα μάτια και μου πρόσφερε ένα χαπάκι.
Α: Και το πήρες;
Ω: Το πήρα.
Α:Κι ήταν ωραία.
Ω: Μια χαρά ήταν.
Α: Και γιατί δεν έμεινες εκεί;
Ω: Γιατί μετά από αρκετό κάθε φορά που έπαιρνα ένα χαπάκι η ψυχή μου μούδιαζε
Μια μέρα είδα τον χαπάκια της γειτονιάς. Είχε ένα κορμί γεμάτο τρύπες. Μεγάλες τρύπες. Και πήγαινε εκεί όποιος ήθελε και έχωνε τα χέρια του στο κορμί του κι όταν τα βγαζε ήταν γεμάτα ασημόσκονη. Όλοι την γλύφαν με μανία κι ύστερα πάλι το ίδιο. Φοβήθηκα. Κι έτσι έφυγα κι από’ κει.
Α: Και που πήγες;
3. Ο ΤΡΙΤΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ
Ω: Στον τρίτο πλανήτη. Εκεί άλλοι περπατούσαν αργά κι άλλοι γρήγορα. Ρώτησα έναν τι χρώμα έχει η αγάπη Α: Και ήξερε;
Ω: Έβγαλε ένα ξυράφι, άνοιξε τις φλέβες του, μου έδειξε το ματωμένο ξυράφι και μου είπε «Να τι χρώμα έχει αγάπη»
Α: Και τι χρώμα είχε;
Ω: Πως θα συνεννοηθούμε εμείς οι δυο για ένα χρώμα το οποίο εγώ έχω δει κι εσύ όχι;
Α: Τι έγινε μετά;
Ω: Ήρθε κάποιος, του φίλησε τις πληγές, τον πήρε στους ώμους του και μετά έφυγε. Όταν τον ξανασυνάντησα ακόμα τον κουβαλούσε στους ώμους του. Ήταν κουρασμένος από το βάρος, αλλά φαινότανε χαρούμενος. Τον ρώτησα ποιος είναι ο σπουδαιότερος κανόνας του κόσμου
Α: Και ήξερε;
Ω: Μου απάντησε « Εγώ είμαι»
Α: Που αλλού πήγες;
4. Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ
Ω: Στον τέταρτο πλανήτη. Α: Πώς ήταν;
Ω: Τα πλάσματα αυτού του πλανήτη δεν είχαν δόντια και τρέχαν, όπως τα πλάσματα του πρώτου πλανήτη.
Α: Και τι άλλο έκαναν;
Ω: Χτίζανε σπίτια, επισκεύαζαν στέγες και σκάβαν το χώμα.
Α: Για να βρούνε τι;
Β: Το ίδιο αναρωτήθηκα κι εγώ.
Α: Και δεν ρώτησες;
Ω: Φυσικά ρώτησα. Πήγα σε έναν και του είπα «Τι ψάχνεις;» . Και μου απάντησε
«Κάτι κοφτερό». Και τον ρώτησα τι να το κάνει και μου είπε «Για να κόψω αυτό εδώ το ψωμί» . Τον ρώτησα ποιος του το’ δωσε. Μου έδειξε κάποιον και μου είπε
«Εκείνος». Και τότε τον ρώτησα « Και αύριο τι θα ψάχνεις;» και μου έδειξε πάλι Εκείνον.
Α: Κι εσύ τι έκανες;
Ω: Πήγα σ’ Εκείνον.
Α: Και τι του είπες;
Ω: Του είπα πως πεινάω
Α: Και σου’ δωσε;
Ω: Μου πως είναι δύσκολο πράγμα την σήμερον ημέρα να πεινάει κανείς, σχεδόν αδιανόητο. Και πως στα δικά του τα χρόνια δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα.
Α: Είχαν όλοι να φάνε;
Ω: Όχι. Απλά δεν πεινούσε κανείς.
Α: Ε, άρα είχαν όλοι να φάνε!
Ω: Όχι σου λέω! Δεν υπήρχε η πείνα ως έννοια. Δεν υπήρχε ως ανάγκη ή τουλάχιστον κανένας δεν μιλούσε γι’αυτή. Κι εδώ στην αρχή μπερδεύτηκα και μου το εξήγησε. Κάποτε Κάποιος είπε «Πεινάω» κι Εκείνος τον ρώτησε «Για τι;». Και ο Κάποιος απάντησε «για τροφή». Κι από τότε σταμάτησαν όλοι να έχουν δόντια.
Α: Πως;
Ω: Εκείνος τους τα’ βγαλε.
Α: Και αυτοί πως το δέχτηκαν;
Ω: Τους έπεισε ότι είναι καλύτερα έτσι. Κι εμένα πήγε να με πείσει, αλλά λίγο πριν πω το «ναι» αποφάσισα να φύγω.
Α: Και που πήγες;
5.Ο ΠΕΜΠΤΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ
Ω: Στον πέμπτο πλανήτη Α: και ποιοι ζούσαν εκεί;
Ω: Οι κάτοικοι αυτού του πλανήτη ήταν περίεργοι. Πολύ περίεργοι. Τα πλάσματα αυτά ήταν τεράστια. Είχαν κολλημένα πάνω τους χαρτιά και κολλημένη στον πισινό τους μια καρέκλα.
Α: Και τι λέγαν τα χαρτιά;
Ω: Τα μυστικά του σύμπαντος.
Α: Και τα διαβασες;
Ω: Τα διάβασα.
Α: Πες τα μου
Ω: Ορκίστηκα να μην τα πω σε κανέναν
Α: Γιατί;
Ω: Γιατί ήταν όρος για να τα διαβάσω
Α: Γιατί να μην τα μάθω κι εγώ;
Ω: Για τι δεν επιτρέπεται. Μόνο εκείνοι μπορούν να ξέρουν. Έτσι λένε.
Α: Γιατί;
Ω: Γιατί λένε, έτσι κι αλλιώς κανένας δεν θα τα καταλάβει.
Α: Μπορεί να καταλάβω. Πήγαινε ρώτα τους αν μπορείς να μου τα πεις κι εγώ θα προσπαθήσω να καταλάβω.
Ω: Αποκλείεται να δεχτούν.
Α: Γιατί;
Ω: Αποκλείεται.
Α: Γιατί;
Ω: Γιατί μπορεί και να τους αρέσει που μόνο αυτοί τα ξέρουν…
Α: Τι άλλο έκαναν αυτοί;
Ω: Τίποτα.
Α: Πώς τίποτα;
Ω: Ε τίποτα
Α: Μα δεν μπορεί να μην έκαναν τίποτα.
Ω: Τίποτα σου λέω. Μόνο μιλάγαν.
Α: Για ποιο πράγμα;
Ω: Για τα πλάσματα που τρέχαν, για τα πλάσματα που μπορούσαν μόνο να πάρουν χαπάκια, για το πλάσμα στον τρίτο πλανήτη που έκοψε τις φλέβες του, για το άλλο που το κουβάλησε.
Α: Για τα πλάσματα που δεν είχαν δόντια;
Β: Και γι’αυτά μιλούσαν. Όχι μόνο μιλούσαν. ΟΥΡΛΙΑΖΑΝ! Και καταστρώναν σχέδια και ψάχναν γιατί δεν έχουν δόντια και διαφωνούσαν
Α: Και δεν τους είπες την αλήθεια;
Ω: Φυσικά. Πήγα σε έναν που συζητούσε με κάτι άλλους και του μίλησα. Στην αρχή με κοίταξε περίεργα. Τον ρώτησα «Θέλεις να μάθεις την άληθεια;».
Α: Και τι είπε;
Ω: Σκέφτηκε λίγο και μου απάντησε « για ποιο λόγο»;
Α: Και οι υπόλοιποι με τους οποίους συζητούσε;
Ω: Ούτε εκείνοι έδειξαν κάποιον ενθουσιασμό
Α: Κι εσύ τι έκανες;
Ω: Τους την είπα. Τους είπα για Εκείνον και για την ιστορία με τον Κάποιον.
Α: Και τι είπαν;
Ω: Ότι θα το κοιτάξουν αν και δεν είναι δική τους δουλειά
Α: Και ποιανού είναι;
Ω: Ρώτησα
Α: Και τι σου είπαν;
Ω: Ότι δεν τους ενδιαφέρει. Τότε τους είπα ότι μάλλον είναι δουλειά των ίδιων των κατοίκων του τέταρτου πλανήτη. Μόνο που πρέπει κάποιος να τους το πει.
Α: Και δέχτηκαν να πάνε εκείνοι;
Ω: Όταν τους το πα κλεισαν τα’ αυτιά σου και φώναζαν «ΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑ». Τους μίλησα. Τους φώναξα. Τους κλωτσούσα, αλλά τίποτα.
Α: Κανένας δεν απαντούσε;
Ω: Ένας πήγε ν’ απαντήσει κι έπεσαν οι άλλοι πάνω του και τον έκαναν χίλια κομμάτια. Και κάπως έτσι έφυγα κι από κει.
Α: Και που πήγες;
6.Ο ΕΚΤΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ
Ω: Στον έκτο πλανήτη. Α: Κι εκεί τι είχε;
Ω: Σημαίες , πολλές σημαίες
Α: Και τι έδειχναν οι σημαίες;
Ω: Άλλες τον κάτοικο του 3ου πλανήτη που έκοψε τις φλέβες του, άλλες το πλάσμα που τον κουβάλησε, άλλες τους κατοίκους που δεν είχαν δόντια.
Α: Και τι τις κάναν τις σημαίες;
Ω: Τις δείχναν ο ένας στον άλλον και τις παρατηρούσαν. Και κάποιοι της κοιτούσαν και έκλαιγαν
Α: Και που χρησίμευαν;
Ω: Οι σημαίες αυτού του πλανήτη δεν έχουν κάποια πρακτική χρησιμότητα
Α: Και τότε γιατί τις είχαν;
Ω: Γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος να μιλήσει κανείς για το πλάσμα που για να δει το χρώμα της αγάπης ξέσκισε τις φλέβες του
Α: Και τι άλλο έκαναν;
Ω: Σημαίες. Μόνο φτιάχναν σημαίες και κοιτούσαν τον ουρανό. Πήγα σε έναν και τον ρώτησα τι φτιάχνει και μου απάντησε «ένα ομοίωμα της ανθρώπινης ψυχής»
Α: Και πως μοιάζει η ψυχή;
Ω:Όπως την έφτιαχνε εκείνος
Α: Και πως την έφτιαχνε;
Ω: Έτσι που να μοιάζει με την ανθρώπινη ψυχή.
Α: Πήγες αλλού;
7. Ο ΕΒΔΟΜΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ
Ω: Πήγα σ’έναν πλανήτη που ήταν πιο αλλόκοτος απ’όλους τους άλλους. Α: Πώς ήταν;
Ω: Εκεί τα πλάσματα είχαν πόδια. Πολλά πόδια. Όλα βαριά. Τόσο βαριά που σέρνονταν.
Α: Γιατί;
Ω: Ρώτησα;
Α: Και τι σου είπαν;
Ω: Δεν πήρα απάντηση.
Α: Γιατί;
Ω: Γιατί δεν μιλούσαν.
Α: Γιατί;
Ω: Γιατί δεν μπορούσαν
Α: Γιατί δεν μπορούσαν;
Ω: Πήγα σε έναν και του λέω « Γιατί δεν στέκεσαι στα πόδια σου» και δεν μου απάντησε. Έσκυψα και άνοιξα το στόμα του και είδα μια τρύπα. Μια τεράστια τρύπα και μέσα μια άβυσσο.
Αυτά τα πλάσματα δεν μιλούσαν γιατί δεν είχαν γλώσσα.
Α: Και μετά;
Ω: Έφυγα. Τι να έκανα σε έναν τέτοιο πλανήτη;
Α: Και που αλλού πήγες;
8. Ο ΟΓΔΟΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ
Ω: Πήγα σε έναν ακόμα πλανήτη.
Α: Και πώς ήταν;
Ω: Εκεί τα πλάσματα έχουνε μάτια. Πολλά μάτια. Κι όλο κοιτούσαν , κοιτούσαν γύρω γύρω και σημείωναν
Α: Πάνω σε τι;
Ω: Είχανε κι ένα τρίτο χέρι. Ένα σημειωματάριο γεμάτο άγραφες αλλά και σημειωμένες σελίδες που και χίλιες να έσκιζες, γεννούσε πάλι καινούριες
Α: Και τι σημείωναν;
Ω: Τα πάντα! Ό,τι κοιτούσαν, ό, τι σκέφτονταν
Α: Γιατί;
Ω: Ρώτησα. Πήγα σε κάποιον και του λέω «Γιατί τα κάνεις όλα αυτά» και μου απάντησε, «για να μάθω τι θέλω». Κοίταξα τις σημειωμένες σελίδες και τον ρώτησα «κι αυτά εδώ;» και μου απάντησε « αυτά ξέρω πως ότι τα θέλω». «ΠΟΤΕ;» τον ρώτησα. «Μια εκ των ημερών» μου απάντησε. Τον ρώτησα ποια μέρα και μου είπε «κάποια απ’ αυτές που θα’ρθουν». Και τότε του είπα «γιατί όχι σήμερα;»
Α: Και τι απάντησε;
Ω: Κοίταξε το ρολόι του, που ήταν μάλιστα χαλασμένο . Μετρούσε αργά πολύ αργά. Ένα δευτερόλεπτο για μας ήταν ένας αιώνας γι’ αυτόν και μου είπε «είναι αργά σήμερα. Από Δευτέρα»
Α: Και μετά;
Ω: Μετά έφυγα κι από’ κει
Α: Και που πήγες;
9. ΩΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ω: Στο ταξίδι μου συνάντησα έναν τύπο Α: Από ποιον πλανήτη;
Ω: Δεν ρώτησα.
Α: Πώς ήταν αυτός ο τύπος;
Ω: Όπως είναι συνήθως οι σοφοί.
Α: Και τι έγινε;
Ω: Τον ρώτησα που θα βρω ευτυχισμένα πλάσματα.
Α: Και τι σου είπε;
Ω: Μου είπε « ψάχνεις για τους ευτυχισμένους ανθρώπους»
«Όχι» του απάντησα. "Ψάχνω για ευτυχισμένα πλάσματα". Και μου είπε
«Το ίδιο λέμε. Ψάχνεις για τους ανθρώπους»
-Μα οι άνθρωποι δεν είναι ευτυχισμένοι, του είπα
-Είναι αλλά δεν το ξέρουν
-Είμαι άνθρωπος και ξέρω, του είπα
-Οι άνθρωποι αν θέλουν μπορούν να περπατήσουν ή να τρέξουν
ή να σταθούνε μια στιγμή και να κοιτάξουν τον ουρανό.
Ξέρουν αλήθειες, μεγάλες αλήθειες
κι όσες δεν ξέρουν τις ψάχνουν
Δεν ξέρουν με τι μοιάζει η ψυχή τους
μα μπορούν να μιλάνε γι’ αυτήν
Κι όσους κανόνες κι αν βρήκαν γραμμένους
ξέρουν πως ο σπουδαιότερος κανόνας του κόσμου
είναι να μπορεί κανείς να χαμογελάει
και πριν πεθάνουν, σήμερα δηλαδή, γιατί άλλη στιγμή από την τωρινή ,δεν ξέρουν αν θα’ ναι ζωντανοί
πασχίζουν να χορτάσουν την ζωή και τον κόσμο.
-Κι όσοι δεν μπορούν;
-Γιατί να μην μπορούν;
-Γιατί γεννήθηκαν σε μέρη που οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν ευτυχισμένοι. Γιατί κάποιοι άλλοι άνθρωποι διάλεξαν γι’ αυτούς να πεθαίνουν και να πεινάνε.
-Αν πράγματι υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, να πας και να τους βρεις και να τους πεις «ιδού η ζωή κι είναι δική σας» και να τους δείξεις πώς να την κερδίσουν
-Κι αν δεν ξέρω πως να την κερδίσω;
-Να μάθεις
-Κι αν είναι μεγάλα τα εμπόδια;
-Τότε να βρεις κι άλλους ανθρώπους και να τα νικήσετε
-Κι άμα δεν βρω;
-Κάποιους θα βρεις
-Κι αν είναι ισχυρά τα εμπόδια;
-Τότε να προσπαθήσετε περισσότερο
-Κι αν στην προσπάθειά μας πεθάνουμε;
-Τότε… τότε δεν ξέρω. Η απόφαση είναι όλη δική σου
-Δεν υπάρχει πιο απλός τρόπος;
-Αυτός ο κόσμος είναι δημιούργημα των Ανθρώπων. Αν δημιούργημα των ανθρώπων είναι και τα άσχημα κομμάτια του τότε ή φτιάξτε τον ΠΛΑΝΗΤΗ ΤΩΝ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ και στείλτε εκεί όσους δεν μπορούν να γίνουν ευτυχισμένοι για αντικειμενικούς λόγους ή μετονομάστε τον πλανήτη σας σε ΠΛΑΝΗΤΗ ΤΩΝ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ και φανείτε συνεπείς.
Α: Κι έτσι γύρισες πίσω;
Ω: Ναι.
Α: Και θα ξεκινήσεις να φτιάχνεις τον πλανήτη των ευτυχισμένων ανθρώπων;
Ω: Δεν ξέρω αν είναι δική μου δουλειά.
Α: Μπορώ να σε βοηθήσω.
Ω: Όχι. Δεν ξέρω αν είναι δική μου δουλειά ν’απαντήσω.
ΤΕΛΟΣ
Έπαιξαν με την σειρά οι πλανήτες ή αλλιώς «οι λύσεις» 1. Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
2. Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΤΟΥ ΕΥΦΗΜΕΡΟΥ ΕΡΩΤΑ
3. Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΦΟΡΟΥ ΕΡΩΤΑ
4. Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ
5. Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΤΩΝ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ
6. Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
7. Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΧΩΡΙΣ ΑΛΚΟΟΛ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ
8. Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΤΩΝ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΥΑΝ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Κατεβάστε το άμα γουστάρετε εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου